δενδροφορία

δενδροφορία
Αρχαία ελληνική γιορτή. Πρόκειται για τη μεταφορά με πομπή ενός δέντρου, στο οποίο, όπως πίστευαν, είχε ενσωματωθεί κάποιος θεός ή θεά. Η θρησκευτική αυτή εκδήλωση αποτελούσε στοιχείο της λατρείας του Διονύσου και της Δήμητρας. Στη Μαγνησία του Μαίανδρου, ως μέρος της λατρείας ενός ντόπιου θεού που τον ταύτιζαν με τον Απόλλωνα, ξερίζωναν μεγάλα δέντρα και τα περιέφεραν από επικίνδυνα μονοπάτια. Κατά το τυπικό, εξάλλου, της λατρείας της Αφροδίτης, έκοβαν δέντρα και τα αφιέρωναν στη θεά. Η Δ. είχε μεγάλη διάδοση στην αρχαιότητα και εορταζόταν με διαφορετικό τρόπο κατά τόπους. Σχετικές προς την αρχαία αυτή γιορτή ήταν και οι διάφορες κλαδοφορίες θρησκευτικού χαρακτήρα, όπως η Δαφνηφορία,η Ειρετιώνη,η Koρυθάλη και το Στεπτήριο.
* * *
δενδροφορία, η (Α) [δενδροφορώ]
1. η πομπική μεταφορά δένδρου σε θρησκευτικές τελετές
2. (για τόπους, εκτάσεις) η ανάπτυξη ή παραγωγή δένδρων.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • δενδροφορίαι — δενδροφορίᾱͅ , δενδροφορία carrying of trees fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δενδροφορίαν — δενδροφορίᾱν , δενδροφορία carrying of trees fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δενδροφόρος — α, ο (AM δενδροφόρος, ον) (για τόπο) ο κατάλληλος για δενδροκαλλιέργεια 1. (αρσ. ή θηλ. ως ουσ.) δενδροφόρος (τόπος ή γη) γεμάτος δένδρα 2. (το αρσ. πληθ. ως ουσ.) οι Δενδροφόροι αυτοί που τελούν τη δενδροφορία. [ΕΤΥΜΟΛ. < δένδρον + φόρος < …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”